-
1 κορώνη
κορών-η, ἡ, a sea-bird, possiblyA shearwater, Puffinus Kuhlii or P. anglorum,τανύγλωσσοί τε κορῶναι εἰνάλιαι Od.5.66
, cf. 12.418, Arist.HA 593b13, Thphr.Sign.16, Arat.950, Ael.NA15.23;λάροι καὶ αἴθυιαι καὶ κ. Arr.Peripl.M.Eux.32
(but confounded with λ. and αἴ. by Sch.Od.1.441, cf. Hsch.).2 crow (including the hooded crow, Corvus cornix, and prob. also the rook, C. corone),μή τοι ἐφεζομένη κρώξῃ λακέρυζα κ. Hes.Op. 747
;συκῆ πετραίη πολλὰς βόσκουσα κ. Archil.19
: distd. from κολοιός, Ar.Av.5 (cf. 7);ἐννέα τοι ζώει γενεὰς λακέρυζα κ. ἀνδρῶν γηράντων Hes.Fr. 171
;πέντ' ἀνδρῶν γενεὰς ζώει λακέρυζα κ. Ar. Av. 609
; πολιαὶ κ. ib. 967; κορώνην δευτέραν ἀναπλήσας having lived out twice a full crow's-age, Babr.46.9;ὑπὲρ τὰς κορώνας βεβιωκώς Poll.2.16
: prov., κορώνη σκορπίον [ἥρπασε] 'caught a Tartar', AP 12.92 (Mel.), cf.Zen.4.57, Hsch., Suid.; invoked at weddings, Ael. NA3.9.1 door-handle,θύρην δ' ἐπέρυσσε κορώνῃ ἀργυρέῃ Od.1.441
;ἱμάντα.. ἀπέλυσε κορώνης 21.46
;χρυσέη κ. 7.90
, cf. Poll.7.107, al.2 tip of a bow, on which the bow-string was hooked,πᾶν δ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κ. Il.4.111
, cf. Od.21.138: generally, end, tip, Artem.5.65: metaph., v. infr.7.4 tip of the plough-pole ([etym.] ἱστοβοεύς), upon which the yoke is hooked or tied, A.R.3.1318, Poll.1.252.5 coronoid process of the ulna, Hp.Art.18, Gal.UP2.14, Id.18(2).617; of the jaw, Id.UP11.20, 18(1).426.7 κ. παννυχική crown, i.e. culmination, of a festival, Posidipp. ap. Ath. 10.414d; cf.μέχρι τῆς κ. Call.Fr.2.5
P.: generally, χρυσῷ βίῳ (with play on βιῷ)χρυσῆν κορώνην ἐπιθεῖναι Luc.Peregr.33
, v. supr. 11.2.
См. также в других словарях:
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek